σπουδάζω

σπουδάζω
ΝΜΑ, και σπουδάχνω Ν
ασχολούμαι με κάτι επιμελώς και με προσοχή, μελετώ με προσοχή κάτι ώστε να τό μάθω (α. «σπουδάζει ιατρική» β. «ἐσπούδαζε διδάσκων», Ξεν.)
νεοελλ.
1. (μτβ.) α) παρέχω σε κάποιον τα μέσα για να σπουδάσει μια επιστήμη ή τέχνη και να τήν ασκήσει («πούλησε σχεδόν τα πάντα για να σπουδάσει τα παιδιά του»)
β) (στον Ερωτόκρ.) κάνω κάποιον να βιαστεί, ταχύνω («εγώ δε θε να καρτερώ κι η ώρα με σπουδάζει», Ερωτόκρ.)
2. (αμτβ.) φοιτώ σε ανώτερο ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, είμαι σπουδαστής
3. (η μτχ. παθ.παρακμ. ως ουσ.) σπουδασμένος, -η, -ο και σπουδαγμένος, -η, -ο
α) άτομο που έχει σπουδάσει μια επιστήμη, που έχει κάνει σπουδές
β) άτομο με πολλές γνώσεις
μσν.-αρχ.
παθ. σπουδάζομαι
α) (για κείμενα ή προβλήματα) είμαι αντικείμενο σοβαρής μελέτης («πολλοῑς χρήσιμος φανεῑσα, μετὰ τῶν ἄλλων ἐσπουδάσθη γραφῶν», Ευστ.)
β) συντίθεμαι, είμαι συντεθειμένος
αρχ.
1. προσπαθώ (α. «οὐ γὰρ λόγοισι τὸν βίον σπουδάζομεν λαμπρὸν ποιεῑσθαι», Σοφ.
β. «σπούδασον ἐλθεῑν ταχέως», ΚΔ)
2. αποδίδω μεγάλη σημασία σε κάποιον («οὐκ ἄν ποτε ὡς πρὸς φίλον σπουδάσειεν», Πλάτ.)
3. υποστηρίζω κάποιον, προσπαθώ να τόν ωφελήσω («ἐθαύμαζε τοὺς περὶ αὐτὸν σπουδάζοντας», Ισοκρ.)
4. μιλώ ή ενεργώ με σοβαρότητα
5. διδάσκω, παραδίδω μαθήματα
6. ταράσσω, ενοχλώ κάποιον
7. κάνω κάτι με γρηγοράδα ή με προθυμία, με ζήλο
8. (το αρσ. μτχ. ενεργ. παρακμ. ως επίρρ.) ἐσπουδακώς
με σπουδή, πρόθυμα
9. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ.) τὰ ἐσπουδασμένα
τα πιο εκλεκτά
10. φρ. «σπουδάζεταί τι» — επιδιώκεται κάτι με ζήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδή* (για τη σημ. τού ρ. βλ. και λ. σπεύδω και βιάζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σπουδάζω — σπουδάζω, σπούδασα, σπουδασμένος και σπουδαγμένος βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: σπουδάζω : η μτχ. σπουδασμένος (ή σπουδαγμένος) χρησιμοποιείται συχνά ως επίθετο (→ μορφωμένος) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σπουδάζω — to be busy pres subj act 1st sg σπουδάζω to be busy pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδάζω — σπούδασα, σπουδαγμένος και σπουδασμένος 1. ασχολούμαι συστηματικά με την εκμάθηση κάποιας τέχνης ή επιστήμης: Ο μεγάλος γιος του σπουδάζει γιατρός. 2. παρέχω τα μέσα σε κάποιον να σπουδάσει: Φιλοδοξία του είναι να σπουδάσει όλα του τα παιδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπουδάζετον — σπουδάζω to be busy pres imperat act 2nd dual σπουδάζω to be busy pres ind act 3rd dual σπουδάζω to be busy pres ind act 2nd dual σπουδάζω to be busy imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδάζετε — σπουδάζω to be busy pres imperat act 2nd pl σπουδάζω to be busy pres ind act 2nd pl σπουδάζω to be busy imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδάζῃ — σπουδάζω to be busy pres subj mp 2nd sg σπουδάζω to be busy pres ind mp 2nd sg σπουδάζω to be busy pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδάσει — σπουδάζω to be busy aor subj act 3rd sg (epic) σπουδάζω to be busy fut ind mid 2nd sg σπουδάζω to be busy fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδάσουσι — σπουδάζω to be busy aor subj act 3rd pl (epic) σπουδάζω to be busy fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σπουδάζω to be busy fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδάσουσιν — σπουδάζω to be busy aor subj act 3rd pl (epic) σπουδάζω to be busy fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σπουδάζω to be busy fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδάσω — σπουδάζω to be busy aor subj act 1st sg σπουδάζω to be busy fut ind act 1st sg σπουδάζω to be busy aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”